- φωσφορώδης
- ης, ωδές1) фосфорный, содержащий фосфор;
φωσφορώδώδες οξύ — фосфорная кислота;
2) фосфоресцирующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωσφορώδώδες οξύ — фосфорная кислота;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωσφορώδης — ες, Ν 1. φωσφορούχος 2. φρ. α) «φωσφορώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, οξυγονούχο οξύ τού φωσφόρου, που, ορθότερα, ονομάζεται ορθοφωσφορώδες οξύ β) «φωσφωρώδη άλατα» χημ. τα άλατα τού φωσφορώδους οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωσφόρος. Η λ.… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
φωσφορούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν χημ. 1. αυτός που περιέχει φωσφόρο, φωσφορώδης («φωσφορούχο υδρογόνο») 2. χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων τού φωσφόρου με τα διάφορα μέταλλα, ενώσεων που είναι γνωστές και ως φωσφίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωσφόρος + ούχος* (<… … Dictionary of Greek
διαιθυλεστέρες — Εστέρες οργανικών και ανόργανων πολυδύναμων οξέων, όπου δύο όξινα υδροξύλια έχουν αποκατασταθεί από αιθύλιο (C2H5 ). Είναι ενώσεις με διάφορες χρήσεις στην αρωματοποιία, στην οργανική σύνθεση κ.α. ανθρακικός (CH3CH2)2CO3. Εστέρας του ανθρακικού… … Dictionary of Greek